γυφτάκι

γυφτάκι
το , γυφτάκος ο цыганёнок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γυφτάκι" в других словарях:

  • γυφτάκι — το 1. μικρός γύφτος 2. παιδί μελαχροινό, ατημέλητο και βρόμικο …   Dictionary of Greek

  • γυφτάκι — το 1. μικρός γύφτος. 2. μτφ., μελαχρινό παιδί. 3. μτφ., παιδί βρόμικο και αφρόντιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυφτάκος — ο το γυφτάκι …   Dictionary of Greek

  • γυφτόπουλο — το 1. παιδί γύφτου 2. το γυφτάκι …   Dictionary of Greek

  • γυφτάκος — ο το γυφτάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»